Πρόκειται για ευρέως χρησιμοποιούμενα σχήματα μεταδεδομένων τα οποία εφαρμόζονται με συνέπεια και είναι αναγνωρισμένα από την κοινότητα από την οποία εφαρμόζονται. Υπάρχουν τόσο de jure πρότυπα, πρότυπα, δηλαδή, τα οποία είναι αναγνωρισμένα από κάποιο επίσημο διεθνή φορέα, όσο και de facto πρότυπα, τα οποία είναι αναγνωρισμένα λόγω της ευρείας έμπρακτης χρήσης τους σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο [1]. Και στις δύο περιπτώσεις ακολουθούνται από την αρμόδια κοινότητα αναγνωρισμένες και ελεγχόμενες διαδικασίες για την υποβολή, αποδοχή και δημοσίευση νέων στοιχείων του προτύπου [2]. Τα πρότυπα μεταδεδομένων περιλαμβάνουν ομαδοποιήσεις στοιχείων μεταδεδομένων που ανταποκρίνονται στις ανάγκες τεκμηρίωσης ειδικότερων ή και ευρύτερων πληροφοριακών πηγών. Το πρότυπο καθορίζει για κάθε πεδίο το όνομα και τη σημασιολογία ή έννοια του πεδίου. Ορίζει ακόμη, προαιρετικά, κανόνες περιεχομένου, πώς,δηλαδή, είναι οργανωμένο το περιεχόμενο, συντακτικούς κανόνες, όπως, π.χ. τη χρήση κεφαλαίων, και επιτρεπόμενες τιμές για ένα πεδίο όπως, π.χ. τη χρήση ελεγχόμενων λεξιλογίων. Πρότυπα μεταδεδομένων υπάρχουν και αναπτύσσονται στους τομείς της βιβλιοθηκονομίας, της μουσειακής τεκμηρίωσης και της αρχειονομίας. Παραδείγματα τέτοιων ευρέως χρησιμοποιούμενων προτύπων μεταδεδομένων είναι: το EAD (Encoded Archival Description), ένα πρότυπο για την κωδικοποίηση αρχειακών βοηθημάτων αναζήτησης, το MARC - MAchine Readable Cataloging για την τεκμηρίωση και ανταλλαγή πληροφορίας που αφορά σε βιβλιογραφικό και άλλο σχετικό υλικό και το Dublin Core ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο διαλειτουργικό πρότυπο για πληροφοριακές πηγές [3].